μαγειρικάς — μαγειρικά̱ς , μαγειρικός fit for a cook fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
μαγειρικός — ή, ό (AM μαγειρικός, ή, όν) [μάγειρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάγειρο, στο μαγείρεμα ή στο μαγειρείο (α. «μαγειρικά σκεύη» β. «μαγειρικό άλας» το αλάτι που χρησιμοποιείται για το άρτυμα τών φαγητών) 2. το θηλ. ως ουσ. η μαγειρική η … Dictionary of Greek
CAPITONES — apud Arnobium, adv. Gentes l. 5. Ergo dicendum est quosdam Captiones, silunculos, frontones etc. sunt quibus caput solitô vastius. Glossae veteres: Capito, κεφαλίων. Plautus vero duros Capitones facete appellavit parasitos quod ollas sibi in… … Hofmann J. Lexicon universale
επικασσιτερώνω — εκτελώ επικασσιτέρωση*, ειδ. σε μαγειρικά σκεύη, γανώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κασσιτερώνω (< κασσίτερος). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη] … Dictionary of Greek
επιστάτης — ο (θηλ. επιστάτρια και επιστάτισσα) (AM ἐπιστάτης, ὁ θηλ. ἐπιστάτις) αυτός που επιτηρεί, εποπτεύει και φροντίζει κάτι νεοελλ. 1. ο υπεύθυνος για την καθαριότητα κτηρίου (κυρίως σχολείου) 2. φρ. «επιστάτης κτήματος» ο υπεύθυνος για την καλλιέργεια … Dictionary of Greek
κασσιτερωτής — ο ο τεχνίτης που επικαλύπτει μαγειρικά σκεύη ή άλλα μεταλλικά αντικείμενα με κασσίτερο, γανωτής, γανωματής, γανωντζής, καλαϊτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασσιτερώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κολληταρτζής — και κολλητηρτζής, ο 1. ειδικός στη συγκόλληση υδραυλικών συσκευών ή την κάλυψη οπών σε μαγειρικά ή άλλα σκεύη 2. αυτός που «κάνει κολλητήρι», ο εφαψίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλητήρι + επίθημα τζής, με επίδραση παρ. όπως είναι το φαναρ τζής] … Dictionary of Greek
κουζινικός — ή, ό [κουζίνα] 1. ο σχετικός με την κουζίνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κουζινικά τα μαγειρικά σκεύη … Dictionary of Greek
κούλουμα — Γιορτή την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας, που χαρακτηρίζεται από ομαδική έξοδο στην ύπαιθρο και χαρακτηριστικά έθιμα. Η λέξη αναφέρεται με διάφορους τύπους, όπως κούλουμπα (Κλειτορία Πελοποννήσου), ανακούλουμα (Ιθάκη), κούλουμες (Λεύκτρα… … Dictionary of Greek